Αν και αποτελούν τον πυρήνα των οικοσυστημάτων μας, οι άγριοι επικονιαστές μειώνονται δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες. Μεταξύ των κύριων αιτίων μείωσης, συμπεριλαμβάνονται η αλλαγή χρήσεων γης, η εντατική γεωργική διαχείριση και χρήση φυτοφαρμάκων, η ρύπανση του περιβάλλοντος, τα εισβλητικά ξενικά είδη, τα παθογόνα και η κλιματική αλλαγή (IPBES, 2016). Η μείωση των επικονιαστών αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα θέματα της σύγχρονης απώλειας βιοποικιλότητας που έχει τεκμηριωθεί μέχρι στιγμής, κάτι που συνιστά σημαντική κρίση στην υγεία του περιβάλλοντος και τη γεωργία. Εκτιμάται ότι το 84% των καλλιεργούμενων ειδών της ΕΕ και το 78% των ειδών αγριολούλουδων βασίζονται στην επικονίαση με έντομα. Η οικοσυστημική υπηρεσία που παρέχεται από επικονιαστές αποτιμάται σε 15 δισεκατομμύρια ευρώ/έτος εντός της ΕΕ. Οι κύριοι επικονιαστές στις μεσογειακές περιοχές της ΕΕ είναι οι μέλισσες (Υμενόπτερα) και οι συρφίδες (Δίπτερα).
    
Ο Ευρωπαϊκός Κόκκινος Κατάλογος Μελισσών (IUCN 2014, και έκτοτε επικαιροποιήσεις) αναφέρει 1.965 είδη, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων βρίσκεται στη Μεσόγειο. Έχει αξιολογηθεί ότι το 9% των άγριων μελισσών της ΕΕ απειλείται με εξαφάνιση, ενώ για το 55,6% τα δεδομένα είναι ελλιπή. Αυτή η έλλειψη δεδομένων αφορά ιδίως στη λεκάνη της Μεσογείου, η οποία φιλοξενεί την πλειονότητα των ενδημικών άγριων μελισσών και θεωρείται «hotspot βιοποικιλότητας» για τις προτεραιότητες διατήρησης. Πολλές μεσογειακές συρφίδες είναι τοπικά ενδημικές, αλλά μόνο διάσπαρτες αποδείξεις της κατάστασής τους αποτυπώνει τις ανάγκες διατήρησής τους (π.χ. Vujic et al. 2020: GR , ISPRA 2015: IT).

Η αντιστροφή της μείωσης των επικονιαστών αποτελεί ουσιαστικό βήμα προς την διασφάλιση ενός βιώσιμου οικοσυστήματος και την αντιμετώπιση πολλών από τους παράγοντες που προκαλούν μείωση της βιοποικιλότητας.    
        
Παρά το ότι έχουν αναπτυχθεί διάφορες πρωτοβουλίες για τους επικονιαστές (π.χ. SUPER-B, BienABest, Bumblebee Conservation Trust), τέτοιες πρωτοβουλίες γενικώς απουσιάζουν από τη Μεσόγειο ή είναι ανεπαρκώς ανεπτυγμένες σε αυτήν. Επιπλέον, οι περιβαλλοντικές πληροφορίες σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις με τα αυτόχθονα φυτά (πηγές τροφής), απαραίτητες για τη διασφάλιση του μέλλοντος των άγριων επικονιαστών, είναι γενικά περιορισμένες ή δεν είναι διαθέσιμες στους σχετικούς διαχειριστές και στις σχετικές αρχές.
            
Στις χώρες της Μεσογείου στις οποίες θα υλοποιηθούν έργα, δεν υπάρχει επαρκής πληροφόρηση σχετικά με τον ρόλο των άγριων επικονιαστών και τη σημασία της διατήρησης της ποικιλότητάς τους. Στις χώρες αυτές, οι περισσότερες από τις υφιστάμενες πρωτοβουλίες εξακολουθούν να επικεντρώνονται αποκλειστικά στις (κοινές) μελιτοφόρες μέλισσες (IEEP 2017).    
        
Αυτό το χάσμα γνώσης αποτελεί ένα από τα κύρια εμπόδια για τον κατάλληλο σχεδιασμό επιτυχημένων προγραμμάτων περιβαλλοντικής ρύθμισης, την αντιμετώπιση των κύριων αιτίων μείωσης των επικονιαστών, τη διασφάλιση βιώσιμης διαχείρισης των εναπομεινάντων ενδιαιτημάτων υψηλής αξίας για τους επικονιαστές και την αποκατάσταση οικοτόπων.    
        
Επί του παρόντος, δεν έχουν εφαρμοστεί γεωργο-περιβαλλοντικά μέτρα σε επαρκή κλίμακα και σε ολόκληρη την Ευρώπη, ώστε να αντισταθμίσουν τις απώλειες ενδιαιτημάτων που είναι κατάλληλοι για τους επικονιαστές. Το πρασίνισμα των επιδοτήσεων και χρηματοδοτήσεων της ΚΑΠ, για γεωργία χωρίς φυτοφάρμακα, δεν έχει μέχρι σήμερα τεθεί σε ισχύ, σύμφωνα με την έκθεση του ECA (2017)∙ ειδικότερα, εκτιμάται ότι το πρασίνισμα οδήγησε σε αλλαγές στις γεωργικές πρακτικές μόνο στο 5% περίπου του συνόλου των γεωργικών εκτάσεων της ΕΕ. Σε γενικές γραμμές, απαιτούνται γεωργο-περιβαλλοντικά μέτρα, προσεγγίσεις σε επίπεδο τοπίου και πρωτοβουλίες για τη δημιουργία συνδεσιμότητας (π.χ. τοπία πλούσια σε αγριολούλουδα, διατήρηση των φυτοφρακτών που παρέχουν πολύτιμους πόρους στους επικονιαστές, αποκατάσταση του ημιφυσικού οικοσυστήματος). All the references should appear at the end of the site (here, e.g. ECA 2017).

Το πρόσφατο Εργαστήριο Διαβούλευσης (IEEP 2018) της Πρωτοβουλίας για τους Επικονιαστές της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (COM 2018 395) επιμένει στη σημασία της αύξησης της γνώσης και της ευαισθητοποίησης σε ολόκληρη την κοινωνία, της προώθησης και της διάδοσης βέλτιστων πρακτικών, της παρακίνησης των φορέων χάραξης πολιτικής, των επιχειρήσεων και των πολιτών, ώστε να δράσουν κατά της μείωσης των επικονιαστών.